αντηρίδα

αντηρίδα
η
αντέρεισμα, υποστήριγμα, εξωτερικός τοίχος με κλίση που χτίζεται για να στηρίξει τον κύριο τοίχο από πιέσεις στην εσωτερική πλευρά του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αντηρίδα — η (AM ἀντηρίς) νεοελλ. 1. δοκός ή άλλη ανάλογη κατασκευή (ξύλινη, πέτρινη, μεταλλική) που χρησιμεύει ως στήριγμα στις εκσκαφές και στην οικοδομική 2. εσωτερικό ενισχυτικό στήριγμα, που προεξέχει από την όψη ενός τοίχου και χρησιμεύει είτε για την …   Dictionary of Greek

  • ἀντηρίδα — ἀντηρίς prop fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άροτρο — Γεωργικό εργαλείο που σύρεται και με συνεχή εργασία σχίζει και ξανακυλά το χώμα και το προετοιμάζει για τις επόμενες φάσεις της καλλιέργειας. H χρήση του α., αν και πανάρχαια, χαρακτηρίζει λαούς με ανώτερο πολιτισμό, μη νομαδικούς. Το ά. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • έμβολο — Μηχανικό όργανο το οποίο, στις μηχανές εναλλασσόμενης κίνησης, παλινδρομεί στο εσωτερικό του κυλίνδρου και χρησιμεύει στη μετατροπή της πίεσης ενός υγρού σε μηχανική ενέργεια ή αντίστροφα. Στις μηχανές διπλής δράσης (π.χ. στις ατμομηχανές) το έ.… …   Dictionary of Greek

  • αντέρεισμα — το (Μ αντέρεισμα) [αντερείδω] στήριγμα, αντηρίδα ξύλινη ή χτιστή νεοελλ. στρατ.. δευτερεύουσα κορυφογραμμή πού μοιάζει να στηρίζει το βουνό …   Dictionary of Greek

  • αντίμαχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κολοφώνιος (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Επικός και ελεγειακός ποιητής. Οι πληροφορίες για τη ζωή του είναι λιγοστές και ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος τοποθετεί την ακμή του γύρω στο 404 π.Χ. Ακολουθώντας την ομηρική επική… …   Dictionary of Greek

  • αντιστάτης — ο (AM ἀντιστάτης) νεοελλ. δοκάρι που τοποθετείται λοξά για να στηρίξει το μακρύ και οριζόντιο δοκάρι του ξύλινου σκελετού της στέγης μσν. δαίμονας, σατανάς (μσν. αρχ.) αυτός που εναντιώνεται στον ανώτερο του, επαναστάτης, αντάρτης αρχ. ξύλινο… …   Dictionary of Greek

  • βάσταγας — ο (Μ βάστας, ακος και βάστακας) [βαστάζω] αυλάκι που χρησιμεύει για το χώρισμα αγρών, όριο αγρού νεοελλ. 1. αντηρίδα, πρόχωμα αγρού σε κατηφοριά για να συγκρατεί το χώμα 2. άκρη του χωραφιού που δεν μπορεί να οργωθεί με αλέτρι αλλά μόνο με κασμά …   Dictionary of Greek

  • στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… …   Dictionary of Greek

  • στήριγγα — η / στῆριγξ, ήριγγος, ΝΑ, και λόγιος τ. στήριγξ Ν νεοελλ. ναυτ. α) καθένας από τους μεταλλικούς στυλίσκους που είναι στερεωμένοι από τη μία και την άλλη πλευρά τής σκάλας τού πλοίου, στο πάνω άκρο τών οποίων στερεώνονται οι χειραγωγοί, κν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”